1Α
Επιδιόρθωση συντηρητικών αποκαταστάσεων. Μέρος Β. Πρωτόκολλα επιδιόρθωσης αποκαταστάσεων συνθέτων ρητινών
Αντωνιάδου Μ.*, Σπαγόπουλος Δ.**, Λαγουβάρδος Π.***
*. Λέκτορας
**. Μεταπτυχιακός φοιτητής
***. Καθηγητής
Εργαστήριο Οδοντικής Χειρουργικής, Οδοντιατρική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Στα πλαίσια της οδοντιατρικής ελάχιστης παρέμβασης, η επιδιόρθωση αντί της πλήρους αντικατάστασης των συντηρητικών αποκαταστάσεων φαίνεται να κερδίζει χώρο στην κλινική πράξη. Προτείνεται δε να εφαρμόζεται σε κλινικές περιπτώσεις όπου κατά κύριο λόγο απουσιάζει η δευτερογενής τερηδόνα ενώ η συγκράτηση του υπάρχοντος υλικού είναι επαρκής από τους εναπομείναντες οδοντικούς ιστούς.
Οι σύνθετες ρητίνες είναι το κατεξοχήν υλικό επιδιόρθωσης σε αποκαταστάσεις της στοματικής κοιλότητας εξαιτίας της συγκόλλησής τους με τους οδοντικούς ιστούς. Διάφορες κατηγορίες συνθέτων ρητινών έχουν προταθεί για συγκεκριμένου τύπου επιδιορθώσεις. Από την ανάλυση των εργαστηριακών κυρίως μελετών προκύπτει ωστόσο ανομοιογένεια ως προς τα αποτελέσματα και τον τρόπο ερμηνείας αυτών, κυρίως λόγω της πληθώρας των μεθόδων που χρησιμοποιούνται. Αντίστοιχα στις κλινικές μελέτες λείπει συχνά η τυχαιοποίηση του δείγματος, ενώ οι χρόνοι παρακολούθησης, τα χαρακτηριστικά συμμετοχής και τα υλικά επιδιόρθωσης διαφέρουν. Το αποτέλεσμα είναι η αδυναμία αναφοράς συγκεκριμένων συμπερασμάτων σχετικά με τα βήματα και τα υλικά που πρέπει να χρησιμοποιούνται σε αυτές τις διαδικασίες.
Σκοπός της βιβλιογραφικής αυτής ανασκόπησης είναι η συγκέντρωση και περιγραφή των ερευνητικών και κλινικών δεδομένων, καθώς και η περιγραφή συγκεκριμένων κλινικών πρωτοκόλλων για επιδιορθώσεις αποκαταστάσεων συνθέτων ρητινών με πολυμερή υλικά με βάση τα υπάρχοντα βιβλιογραφικά δεδομένα. Γενικά στις διαδικασίες αυτές φαίνεται ότι η νέα ρητίνη συνδέεται πολύ καλά µε την παλαιά. Η δε αντοχή της πλησιάζει την αντοχή της ενιαίας ρητίνης μετά από μηχανική προετοιμασία της επιφάνειας με λεπτόκοκκο διαμάντι ή καλύτερα εφαρμογή αεροαποτριβής.
Λέξεις ευρετηρίου: Επιδιόρθωση αποκαταστάσεων συνθέτων ρητινών, συγκόλληση ρητίνης με ρητίνη
Repair of conservative restorations. Part B. Protocols on composite resin repair.
Antoniadou M., Spagopoulos D., Lagouvardos P.
In modern clinical practice of minimal invasive dentistry, the repair of conservative resin restorations is gaining over complete replacement. Repair is proposed to be applied in clinical situations where secondary caries is absent and retention of the existing restoration is sufficient.
Composite resin is the materials of choice for placing and repairing restorations in the oral cavity due to their adhesion to restorative material and dental tissues. Different types of composite resins have been proposed for different types of repair. The results of relevant in vitro studies are difficult to interprete due the differences in evaluation methodologies or repairing techniques. In vivo studies lack also randomization of the investigated sample, while evaluation time, repair techniques and materials vary enormously. As a result there are no definite conclusions or protocols about the steps and/or materials to be used in these procedures.
The purpose of this study is to report on all relevant research and clinical data concerning the repair of composite resin restorations in order to reveal the evidence based proposed repair techniques and give a step-by–step description of particular clinical protocols for repairing composite restorations.
Generally, in most procedures, the new resin bonds well to the old one. In terms of bonding strength, the repair strength approaches the strength of an intact restoration after appropriate preparation of the repairing surface with a fine diamond bur or air-abrasion.
Keywords: repair resin restorations, bonding resin to resin
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στην καθημερινή οδοντιατρική πράξη οι σύνθετες ρητίνες αποτελούν το υλικό επιλογής για συντηρητικές αποκαταστάσεις τόσο στα πρόσθια όσο και στα οπίσθια δόντια[1]. Παρά τις συνεχείς εξελίξεις στον τομέα της συγκόλλησης και των πολυμερών υλικών είναι γεγονός ότι οι αποκαταστάσεις συνθέτων ρητινών έχουν περιορισμένη μακροβιότητα[2] και τα ποσοστά αποτυχίας τους είναι μεγαλύτερα σε σχέση με αυτές που πραγματοποιούνται με άλλα υλικά[3]. Οι κυριότεροι δε λόγοι αντικατάστασης αυτών των αποκαταστάσεων είναι η δευτερογενής τερηδόνα και ο αποχρωματισμός των ορίων ή/και του σώματος της αποκατάστασης[4].
Συχνά ωστόσο παρατηρούνται και αποκαταστάσεις που με μία μικρής έκτασης οδοντιατρική παρέμβαση είναι δυνατή η λειτουργική και αισθητική παραμονή τους στο στόμα των ασθενών. Η παρέμβαση αυτή καλείται επιδιόρθωση και δεν απαιτεί την πλήρη αφαίρεση και αντικατάσταση της έμφραξης. Η τάση για επιδιόρθωση των αποκαταστάσεων συνθέτων ρητινών αναφέρεται ότι αυξάνεται[5],[6] παρά το γεγονός ότι σε ποσοστό 75% των αποκαταστάσεων επιλέγεται η αντικατάσταση τους6. Ιδιαίτερα στα πλαίσια της φιλοσοφίας «ελάχιστης οδοντιατρικής παρέμβασης» που ταυτίζεται με τη «συστηματική διατήρηση των οδοντικών ιστών όπου αυτό είναι εφικτό» τονίζεται ότι η επιδιόρθωση ως λύση μπορεί να εξυπηρετήσει τη συντηρητική οδοντική θεραπεία[7] και να αυξήσει τη συνολική μακροβιότητα της αποκατάστασης[8].
Η επιδιόρθωση των αποκαταστάσεων βασίζεται στην ικανότητα σύνδεσης του υλικού που επιδιορθώνεται με το υλικό επιδιόρθωσης μετά την αφαίρεση ενός επιφανειακού στρώματος ποικίλου πάχους. Στην περίπτωση της επιδιόρθωσης σύνθετων ρητινών με σύνθετες ρητίνες, η επιφάνεια που επιδιορθώνεται αποκτά με την αποκοπή νέες ελεύθερες μεθακρυλικές ομάδες, έτοιμες να αντιδράσουν με ομάδες από τη νέα σύνθετη ρητίνη, ενώ παράλληλα αποκαλύπτονται ενισχυτικές ουσίες που βοηθούν την αντοχή της σύνδεσης στη μεσόφαση. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την κατά στρώματα τοποθέτηση των σύνθετων ρητινών στην κοιλότητα με τη διαφορά ότι, οι δεσμοί δεν είναι αρκετά ώριμοι και επομένως η σύνδεση των στρωμάτων περισσότερο αναποτελεσματική. Η έρευνα έχει επανειλλημένα δώσει στοιχεία για τον τρόπο σύνδεσης όμοιων αλλά και ανόμοιων σύνθετων ρητινών μεταξύ τους. Παρ’όλα αυτά, τα αποτελέσματα συχνά συγκρούονται και η καλύτερη επιλογή για τη σύνδεση μεταξύ διαφορετικών συνθέτων ρητινών εξακολουθεί να είναι ζητούμενο.
Στη διεθνή βιβλιογραφία, δεν υπάρχει σαφής περιγραφή από τεκμηριωμένες κλινικά και εργαστηριακά μελέτες, σχετικά με τα ακριβή πρωτόκολλα επιδιόρθωσης των αποκαταστάσεων συνθέτων ρητινών[9. Σκοπός λοιπόν της εργασίας αυτής είναι η προσπάθεια ταξινόμησης των σχετικών με την επιδιόρθωση των αποκαταστάσεων συνθέτων ρητινών δεδομένων και η περιγραφή κατά το δυνατό τεκμηριωμένων τεχνικών επιδιόρθωσης για τις αποκαταστάσεις αυτές.
ΜΕΛΕΤΕΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΣΥΜΒΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΘΕΤΩΝ ΡΗΤΙΝΩΝ
Kλινικές μελέτες
Οι κλινικές μελέτες σχετικές με την επιδιόρθωση των αποκαταστάσεων σύνθετης ρητίνης είναι λίγες. Αυτές που αναφέρονται στη διεθνή βιβλιογραφία και αξιολογήθηκαν με βάση τα κριτήρια USPHS, δίνονται από τους Ηickel και συν.[10], στον Πίνακα 1, αναφορικά με τη διαδικασία τυχαιοποίησης του δείγματος, το χρόνο παρακολούθησης, τα χαρακτηριστικά συμμετοχής και τα υλικά επιδιόρθωσης. Στον πίνακα αυτόν, παρατηρείται ότι τέσσερις μελέτες αξιολογούσαν την επιδιόρθωση συνθέτων ρητινών (ΣΡ) και αμαλγάματος (Α) από την ίδια ερευνητική ομάδα πάνω στο ίδιο δείγμα ασθενών μετά από 1, 2, 3 και 4 έτη περίοδο επανεξέτασης. Τα αποτελέσματα ωστόσο δεν επέτρεπαν το διαχωρισμό των αποκαταστάσεων ανάλογα με το υλικό επιδιόρθωσης και κατά συνέπεια δεν ήταν δυνατή η σωστή αξιολόγησή τους[8],[11],[12],[13]. Οι δύο κλινικές μελέτες των Gordan και συν.[14],[15] αναφέρονται σε επιδιόρθωση συνθέτων ρητινών με σύνθετες ρητίνες που έγιναν όμως στο ίδιο δείγμα ασθενών με επανεξετάσεις μετά από 2 και 7 έτη. Περιελάμβαναν δε μόνο αποκαταστάσεις που είχαν κριθεί ως Bravo ενώ είχαν εξαιρεθεί αυτές που παρουσίαζαν δευτερογενή τερηδόνα[14],[15]. Όλες πάντως οι μελέτες αναφέρονταν σε επιδιόρθωση προβλημάτων των ορίων και όχι μεγαλύτερων προβλημάτων της παλαιάς αποκατάστασης (π.χ. κατάγματα της μάζας της αποκατάστασης ή οδοντικών φυμάτων). Το πρόβλημα των μελετών αυτών είναι η απουσία τυχαιοποίησης του δείγματος ή των υποομάδων του ενώ μπορεί να μην αναφερόταν καν η μέθοδος τυχαιοποίησης.
Η μελέτη των Gordan και συν.[15] έδειξε ότι: α) το ποσοστό επιβίωσης των επιδιορθωμένων αποκαταστάσεων είναι υψηλότερο έναντι ακόμα και αυτών που έχουν αντικατασταθεί. Συγκεκριμένα, η απόφραξη των ορίων βελτιώνει την ποιότητα της αποκατάστασης συντελώντας στην αύξηση της μακροβιότητάς της μετά από 7 χρόνια, σε σχέση με αποκαταστάσεις που δεν έχουν επιδιορθωθεί. β) Η αντικατάσταση των αποκαταστάσεων δεν είχε στατιστικά σημαντική διαφορά σε σχέση με άλλες θεραπευτικές προσεγγίσεις ή με την απουσία θεραπευτικής παρέμβασης. Αν ωστόσο παρατηρείται μόνο αποχρωματισμός ή δυσχρωμία των ορίων και δεν το επιβάλλουν άλλες αισθητικές απαιτήσεις, αυτές οι αποκαταστάσεις υποστηρίζεται ότι πρέπει απλά να παρακολουθούνται[15].
Πίνακας 1. Κλινικές μελέτες για επιδιόρθωση σε αποκαταστάσεις Σύνθετων ρητινών (ΣΡ) και Αμαλγάματος (AM).
Εργαστηριακές μελέτες
Πολλές εργαστηριακές μελέτες ασχολούνται σχετικά με το αν οι διάφοροι τύποι συνθέτων ρητινών όσον αφορά τη σύνθεση, την οργανική τους μήτρα, τις διαστάσεις των ενισχυτικών ουσιών κ.λ.π. είναι συμβατές με επιτυχείς διαδικασίες επιδιόρθωσης[16], [17], [18], [19], [20]. Το κύριο πρόβλημα με τις μελέτες αυτές είναι η ανυπαρξία τυποποιημένης μεθόδου γήρανσης των αποκαταστάσεων συνθέτων ρητινών ή του προσδιορισμού ενός συγκεκριμένου χρόνου γήρανσης πριν από την διαδικασία επιδιόρθωσης. Συνήθως προτείνεται η εμβάπτιση σε απιονισμένο νερό για μία εβδομάδα (37° C)[21], 9 ημέρες[22], ένα μήνα στους 60° C[23] ή δύο μήνες[21], 6 μήνες[24], ένα έτος[25],[26]. Eπίσης, προτείνεται η εμβάπτιση σε κιτρικό οξύ για μία εβδομάδα20,24, βραστό νερό (8 ώρες) (σε συσκευή θερμοκύκλισης, 5000 φορές, 5–55° C)[20], 6 έτη (διάλυμα 1% NaCl)[27] ή έκθεση σε στοματικό υμένιο[28]. Επιπρόσθετα, η γήρανση ενός επιδιορθωμένου δοκιμίου πριν από τη δοκιμασία μέτρησης του συγκολλητικού δεσμού κυμαίνεται σε διάφορα χρονικά διαστήματα που μπορεί να περιλαμβάνουν απουσία γήρανσης (άμεσες μετρήσεις) μέχρι εμβάπτιση σε συσκευή θερμοκύκλισης για 5000 κύκλους ακολουθούμενους από φύλαξη 4 εβδομάδων σε απιονισμένο νερό[20], θερμομηχανική επιβάρυνση για 100,000 κύκλους[25] ή φύλαξη για 360 ημέρες σε νερό (37° C)[29].
Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών μελετών είναι συνήθως αντιφατικά καθώς θετικά δείγματα ελέγχου εξετάζονται σε λιγότερο από το 1/3 των δημοσιεύσεων. Υπάρχει επίσης απουσία συσχέτισης μεταξύ των μεθόδων που καθορίζουν την αντοχή του συγκολλητικού δεσμού οπότε τα αποτελέσματα δεν μπορούν να συγκριθούν. Ο αριθμός των μελετών που περιγράφουν ελέγχους διάτμησης για την εκτίμηση της αντοχής της επιδιόρθωσης είναι συγκριτικά μεγαλύτερος[20],[21],[30],[31],[32],[33],[34],[35],[36],[37],[38],[39],[40],[41], αυτών που χρησιμοποιούν δοκιμασία εφελκυσμού[42],[43],[44],[45] ή μικρο-εφελκυσμού[16],[22],23,[46],[47],[48],[49],[50] ή πιο πολύπλοκες εργαστηριακές δοκιμασίες που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό του συγκολλητικού δεσμού όπως η αντοχή στη θραύση στο επίπεδο της μεσόφασης[51] ή η δύναμη διάτμησης[52],[53],[54],[55], περιγράφονται σε παλαιότερες μελέτες που αφορούν ωστόσο υλικά που δεν χρησιμοποιούνται πια. Τέλος, η ποιότητα της επιδιορθωμένης αποκατάστασης μπορεί να αξιολογηθεί με την ανάλυση της μικροδιείσδυσης[56],[57],[58].
Οι τρόπος προετοιμασίας και γήρανσης του υλικού βάσης αποδείχθηκαν ιδιαίτερα σημαντικοί παράγοντες[21],[22],[24]. Η γήρανση των δοκιμίων συνθέτων ρητινών σε νερό για 2 μήνες φαίνεται ότι παράγει μικρότερες τιμές συγκολλητικού δεσμού σε σχέση με αυτά που έχουν φυλαχτεί μικρότερο χρονικό διάστημα (1 εβδομάδα σε νερό ή οξύ)[21]. Η θερμοκύκλιση των δειγμάτων (5000 κύκλοι) έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του δεσμού συγκόλλησης της επιδιόρθωσης συγκριτικά με το κιτρικό οξύ ή το βραστό νερό[16 γι’ αυτό και θεωρείται ικανοποιητική μέθοδος γήρανσης των δοκιμίων σύνθετης ρητίνης.
Οι πιο συχνές μέθοδοι προετοιμασίας του ρητινώδους υπόβαθρου πριν από την επιδιόρθωση ώστε να δημιουργηθεί μηχανική συγκράτηση είναι η αδροποίηση της επιφάνειας με αδρόκοκκο διαμάντι[25],[31],[32],[35],[38],[59],[60], με δίσκο λείανσης οξειδίου του πυριτίου ή άλλο περιστροφικό κοπτικό εργαλείο16,[20],[27],[61],[50], αμμοβολή ή αεροαποτριβή με σκόνη οξειδίου του αλουμινίου[21],[22],[25],[31],[33],[35],[36],[39],[46]-[48], η χρησιμοποίηση Εr-ΥG laser ή αδροποίηση με υδροφθορικό οξύ[22],[33],[47],[48].
Αδροποίηση με υδροφθορικό οξύ[22],[41],[54],[62], γενικά δεν συστήνεται για την επιδιόρθωση παλαιών αποκαταστάσεων συνθέτων ρητινών.
Η αμμοβόληση ή η σιλανοποίηση έχει αποδειχθεί ότι αυξάνει τη δύναμη του δεσμού συγκόλλησης σε σύγκριση με την αδροποίηση με φωσφορικό οξύ που ακολουθείται από συγκολλητικές διαδικασίες[21]. Η αεροαποτριβή (50μm Al2O3) σε συνδυασμό με αυτοαδροποιούμενο σύστημα έχει αναφερθεί ως η μόνη μέθοδος που μπορεί να επιφέρει παρόμοια διατμητική αντοχή στη μεσόφαση ρητίνης/ρητίνης[46]. Μία άλλη μελέτη έδειξε ότι η χρήση των κόκκων οξειδίου του πυριτίου για αμμοβολή που ακολουθείται από εφαρμογή σιλανίου δεν είχε κανένα πλεονέκτημα σε σχέση με τα κοινά συγκολλητικά συστήματα[18],[63].
Η λείανση με εγγλυφίδα διαμαντιού έχει αποδειχτεί ότι μειώνει τη δύναμη του συγκολλητικού δεσμού σε παλαιά και νέα δοκίμια όταν συνδυάζεται με συγκολλητικό παράγοντα οδοντίνης[25] ή οδηγεί στην καλύτερη επίδοση όταν συνδυάζεται με σιλάνιο[35].
Ενδιάμεσο αξιόπιστο βοηθητικό υλικό για την επιδιόρθωση των μεθακρυλικών ρητινών είναι oι χαμηλού ιξώδους λεπτόρρευστες ρητίνες που προσφέρουν βελτιωμένο δεσμό επιδιόρθωσης συγκριτικά με τη χρήση συμβατικών συγκολλητικών παραγόντων[64]. Η επιπρόσθετη χρήση ενός στρώματος λεπτόρρευστης ρητίνης επί της παλαιάς ρητίνης σε συνδυασμό με έναν συγκολλητικό παράγοντα έχει αποδειχτεί ότι δείχνει καλύτερη οριακή προσαρμογή και σημαντικά μικρότερη οριακή μικροδιείσδυση σε κοιλότητες ΙΙ ομάδας σε εργαστηριακό επίπεδο[25].
Οι Loomans και συν., ωστόσο αναφέρουν ότι καμία επιφανειακή προετοιμασία δεν μπορεί να προταθεί ως γενικά εφαρμοζόμενη, καθώς η αποτελεσματικότητα διαφορετικών τεχνικών επιδιόρθωσης εξαρτάται από το υλικό επιδιόρθωσης[49]. Όταν δεν είναι γνωστή η χημική σύνθεση του υλικού, συστήνεται η αδροποίηση με φωσφορικό οξύ 37% ή αμμοβολή (σκόνη των 30 μm ή 50 μm) και η χρησιμοποίηση σε συνδυασμό με εφαρμογή σιλανίου, ενός συγκολλητικού παράγοντα[49]. Η αντοχή των δεσμών επιδιόρθωσης στην προηγούμενη μελέτη μετρήθηκαν ωστόσο μόνο μετά από μία εβδομάδα φύλαξης. Μία παρόμοια διαδικασία επιδιόρθωσης έχει αποδειχθεί ότι είναι αποτελεσματική ακόμα και για μεγαλύτερο διάστημα μόνο όταν χρησιμοποιούνται τα ίδια υλικά, τόσο για το υπόβαθρο όσο και για την επιδιόρθωση[47].
Αναλύοντας τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα και τη συμβατότητα έξι φωτοπολυμεριζόμενων σύνθετων ρητινών με διαφορετική χημική σύνθεση της οργανικής μήτρας - μεθακρυλικό, ORMOCER, σιλοράνη - και σύνθεση ενισχυτικών ουσιών - μικροϋβριδικές, νανοϋβριδικές – επιδιορθωμένες με τον εαυτό τους και με όλα τα άλλα υλικά (36 συνδυασμούς υλικών) απέδειξε ότι η επίδραση του υλικού στην αντοχή του δεσμού ποικίλει έντονα, ανάλογα με το αντο υλικό χρησιμοποιείται ως κύρια έμφραξη ή ως υλικό επιδιόρθωσης. Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι γενικά είναι καλό, αλλά δεν είναι υποχρεωτικό να συνδυά-ζονται πανομοιότυπα ρητινώδη σύνθετα υλικά “RBC”[20]. Το πρωτόκολλο που χρησιμοποιήθηκε περιελάμβανε την επιδιόρθωση μέσω καθαρισμού των δοκιμίων με φωσφορικό οξύ, που κατασκευάστηκαν 8 εβδομάδες νωρίτερα, και στην πορεία, εφαρμογή σιλανίου και συγκολλητικού παράγοντα.
Μελέτες για την επιδιόρθωση σύνθετων ρητινών χωρίς μεθακρυλικό στη οργανική τους μήτρα
Μελέτες σχετικά με την επιδιόρθωση νεότερων υλικών αποκατάστασης από ρητίνη χωρίς μεθακρυλικό στην οργανική τους μήτρα, όπως τα σύνθετα υλικά που βασίζονται στις σιλοράνες, έδειξαν ότι η προεπεξεργασία της επιφάνειας θα μπορούσε να γίνει ισοδύναμα με την επισκευή των σύνθετων υλικών που περιέχουν μεθακρυλικό, χρησιμοποιώντας χαρτί από καρβίδιο του πυριτίου για την αύξηση της επιφανειακής τραχύτητας[19], αποτριβή με διαμάντια, αμμοβολή με διοξείδιο του αργιλίου[41] , επίστρωση διοξειδίου του πυριτίου[41],[50], 37% φωσφορικό οξύ για τον καθαρισμό και πολλούς συγκολλητικούς παράγοντες[19],[41],[50]. Η χρήση υδροφθορικού οξέος[41] ή ενός ενεργοποιητή -primer- για σιλοράνες[50] αποδείχθηκε πως είναι λιγότερο αποτελεσματική. Η χρήση ακετόνης ή αιθανόλης για να καθαριστεί η επιφάνεια, καθώς και η χρήση όζοντος[65] δεν έδειξαν καμία επίδραση στην αντοχή της επιδιόρθωσης. Η πιο κατάλληλη τεχνική επισκευής παλαιωμένης ρητίνης με βάση τις σιλοράνες στην οργανική τους μήτρα όσον αφορά την διάτμηση[19],[41] και την αντοχή του δεσμού23,66 ήταν η χρήση ενός συνδυασμού σιλανίου και συγκολλητικού παράγοντα. Παρόμοια με μετρήσεις σε ρητινώδη υλικά που περιέχουν μεθακρυλικό στην μήτρα τους[17], όταν χρησιμοποιήθηκε μια πειραματική χαμηλού ιξώδους ρητίνη με βάση τις σιλοράνες στην οργανική τους μήτρα ως ενδιάμεσο παράγοντα βεβαιώθηκε βελτίωση της αντοχής δεσμού[19]. Διαπιστώθηκε, εντούτοις ότι η μέθοδος επιδιόρθωσης (καμία επεξεργασία, συγκολλητικός παράγοντας, ακετόνη, ακετόνη+συγκολλητικός παράγοντας, αιθανόλη, αιθανόλη+συγκολλητικός παράγοντας, σιλάνιο και σιλάνιο+συγκολλητικός παράγοντας) σε παλαιωμένες και επεξεργασμένες με χαρτιά SiC των 320 grit ρητίνες, δεν είχε καμία επίδραση στην αντοχή της επιδιόρθωσης μετά από τεστ κόπωσης[66]
Όσον αφορά τη συμβατότητα σύνθετων ρητινών με βάση τις σιλαράνες στην οργανική μήτρα με τις μεθακρυλικές ρητίνες, αυξημένη αντοχή δεσμού μετρήθηκε όταν χρησιμοποιήθηκε για επισκευή σιλάνιο και συγκολλητικό σύστημα με βάση ένα φωσφορικό-διμεθακρυλικό μονομερές[19],[34],[41]. Η ρητίνη Filtek Silorane που έχει ως βάση τις σιλοράνες στην οργανική της μήτρα αναγνωρίστηκε ως υλικό επιδιόρθωσης με την υψηλότερη τιμή της αντοχής του δεσμού, όταν χρησιμοποιείται για επισκευή διαφορετικών κατηγοριών σύνθετων ρητινών (μικροϋβριδικές, νανοϋβριδικές και «συμπύκνωσης») με διαφορετικά μονομερή στις μήτρες τους (μεθακρυλικό, ORMOCER ή silorane), αλλά και με την ασθενέστερη τιμή αντοχής δεσμού, όταν χρησιμοποιήθηκε ως υλικό υποστρώματος και επισκευάστηκε με τις ρητίνες που αναφέρθηκαν.[20] Η εξήγηση στηρίχθηκε στη μικρή συστολή των ρητινών σιλοράνης. Σε αντίστοιχη μελέτη των Σπύρου και συν.,[67] αναφέρεται πως η χρήση μεθακρυλικών ρητινών σαν υλικό επιδιόρθωσης των ρητινών σιλοράνης (Filtek Silorane) οδήγησε σε μη ικανοποιητικό δεσμό. Αντίθετα, στην περίπτωση που η βάση ήταν ρητίνη σιλοράνης και υλικό επιδιόρθωσης μια ρητίνη με βάση το μεθακρυλικό μεθύλιο, ο δεσμός φάνηκε να είναι κλινικά αποδεκτός. Το αποτέλεσμα αυτό αποδόθηκε στην υδρόφοβη ιδιότητα των ρητινών σιλοράνης που δεν επιτρέπουν στο νερό να πλαστικοποιήσει τη μάζα τους στον ίδιο βαθμό που πλαστικοποιεί τη μάζα των ρητινών με βάση το μεθακρυλικό μεθύλιο.
ΒΑΣΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΣΥΝΘΕΤΩΝ ΡΗΤΙΝΩΝ ΠΟΥ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΝΟΝΤΑΙ ΣΕ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΗΣ
Η επιδιόρθωση εμφράξεων σύνθετης ρητίνης είναι σήμερα ίσως πρώτη σε συχνότητα επιδιορθώσεων, αφού το μεγαλύτερο μέρος των αποκαταστάσεων γίνεται πλέον με σύνθετες ρητίνες. Παράλληλα, η επιδιόρθωση εμφράξεων αμαλγάματος μειώνεται συνεχώς λόγω προτίμησης πλήρους αντικατάστασής τους με σύνθετες ρητίνες αντί της επιδιόρθωσης και παραμονής τους στο στόμα[11],[68],[69].
Τα κυριότερα προβλήματα των εμφράξεων σύνθετης ρητίνης είναι: η μεταβολή του χρώματος των ορίων τους, η μεταβολή του χρώματος της επιφάνειάς τους (Εικ.1.Α,Β), η μεταβολή χρώματος της μάζας τους (Εικ.2), τα σπασίματα των αδαμαντινικών ορίων, τα μικροσπασίματα των ορίων του υλικού, τα σπασίματα της μάζας του υλικού, η εκτεταμένη αποτριβή της επιφάνειάς τους, η έλλειψη σωστής μορφολογίας, η απώλεια συγκλεισιακών επαφών, η έλλειψη σημείων επαφής με τα γειτονικά δόντια, η εμφανής περίσσεια υλικού από τα όρια της κοιλότητας, η είσοδος υλικού στους περιοδοντικούς ιστούς, τα κατάγματα των φυμάτων στα όρια των αποκαταστάσεων (Εικ.3.Α,Β) και η εμπλοκή τερηδόνας (πρωτογενούς ή δευτερογενούς).
1Α
1Β
Εικόνα 1. Τοπικός επιφανειακός χρωματισμός ορίων αποκατάστασης που αποτελεί ένδειξη για επαναλείανση/επιδιόρθωση. Α: οπίσθια δόντια, Β: πρόσθια δόντια.
Εικόνα 2. Οι αποκαταστάσεις στα δόντια #24 και #25 μπορούν να επαναλειανθούν. Στο δόντι #26 απαιτείται η αντικατάσταση της παλιάς αποκατάστασης από χημικά πολυμεριζόμενη ρητίνη.
3Α
3Β
Εικόνα 3. A. Τυπική μορφή κατάγματος στο υπερώιο φύμα του δοντιού #26 που αποτελεί ένδειξη επιδιόρθωσης με σύνθετη ρητίνη. B. Κάταγμα του γλωσσικού φύματος στο δόντι #35 σε συνδυασμό με εκτεταμένη αποκατάσταση σύνθετης ρητίνης που αποτελεί αντένδειξη επιδιόρθωσης.
Για τα περισσότερα από τα παραπάνω προβλήματα θα μπορούσε να επιλεxθεί η επιδιόρθωση αντί της πλήρους αντικατάστασης της αποκατάστασης, εφόσον βέβαια δεν παραβιάζονται συγκεκριμένες προϋποθέσεις κλινικής παρέμβασης[70]. Στη συνέχεια θα περιγραφούν ορισμένες βασικές αρχές που συστήνεται να μην παραβιάζονται ειδικά κατά την επιδιόρθωση των αποκαταστάσεων συνθέτων ρητινών.
Μεταβολή του χρώματος των ορίων τους
Οι χρωστικές εναποθέσεις που συχνά μεταβάλλουν το χρώμα των ορίων μιας έμφραξης, εξαιτίας της έλλειψης ή της περίσσειας υλικού, μπορεί να αφαιρεθούν χωρίς την ανάγκη αντικατάστασης της έμφραξης. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι α) τα χρωσμένα όρια να είναι προσπελάσιμα, β) να μην καταλαμβάνουν μεγάλη έκταση, γ) η αφαίρεση να είναι πλήρης και δ) η αφαίρεση να μην δημιουργεί πρόβλημα στην παραμένουσα έμφραξη (υλικό και αδαμαντινικά όρια).
Μεταβολή του χρώματος της επιφάνειας ή της μάζας τους
Οι χρωστικές συχνά μεταβάλλουν και το χρώμα της επιφάνειας της έμφραξης εξ’αιτίας της μηχανικής κατακράτησής τους στο αδρό επιφανειακό στρώμα και τους μικροπόρους του ή της χημικής σύνδεσής τους στη ρητινώδη μήτρα από τη διείσδυσή τους σε βαθύτερα στρώματα. Η επιδιόρθωση μιας τέτοιας επιφάνειας μπορεί να γίνει είτε με την απλή νεαροποίηση είτε με την αφαίρεση και επανατοποθέτηση νέου υλικού πάνω στην παλαιά έμφραξη. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι α) η χρωματισμένη επιφάνεια να είναι προσπελάσιμη, β) να μην αφορά μεγάλο πάχος του υλικού, γ) η επιφανειακή νεαροποίηση να είναι πλήρης και δ) η αφαίρεση να μην δημιουργεί πρόβλημα στην παραμένουσα έμφραξη (υλικό και αδαμαντινικά όρια).
Μικροκατάγματα των αδαμαντινικών ορίων ή υλικού
Τα αδαμαντινικά όρια μιας έμφραξης συχνά υφίστανται κατάγματα είτε εξαιτίας μηχανικής καταπόνησής τους (λειτουργικές δυνάμεις, συγκλεισιακές επαφές, πάχος υλικού), ή ισχυρών συστολικών δυνάμεων με αποτέλεσμα τη δημιουργία κενών ποικίλου βάθους στα όρια της έμφραξης. Τα όρια μπορούν να επιδιορθωθούν με την απόφραξή τους, χωρίς την ανάγκη αντικατάστασης της έμφραξης, αρκεί να συνυπάρχουν οι παρακάτω προϋποθέσεις: τα όρια να είναι προσπελάσιμα, το βάθος των καταγμάτων να μην φθάνει στην οδοντίνη, η απόφραξη να είναι πλήρης και η τεχνική έμφραξης να μην δημιουργεί πρόβλημα στην παραμένουσα έμφραξη.
Κατάγματα της μάζας του υλικού
Η μάζα της σύνθετης ρητίνης που εμφράσσει την κοιλότητα, συχνά οδηγείται σε κάταγμα κυρίως εξ αιτίας της συσσώρευσης τάσεων στον ισθμό μίας κοιλότητας δεύτερης ομάδας, ή υποχώρησης τμήματος του εδάφους που υποστηρίζει το υλικό. Μεγάλα σπασίματα της μάζας δεν επιδιορθώνονται και απαιτούν την αντικατάσταση ολόκληρης της έμφραξης. Παρ’όλα αυτά, η επιδιόρθωση θα μπορούσε να αποτελέσει την πρώτη επιλογή αν ίσχυαν οι παρακάτω προϋποθέσεις: το ελλείπον τμήμα της αποκατάστασης να μπορεί να εμφραχθεί σωστά σαν μια ξεχωριστή κοιλότητα, το παραμένον τμήμα της έμφραξης δεν παρουσιάζει προβλήματα και διαθέτει συγκράτηση και η επιδιόρθωση δεν θα απαιτήσει μεγαλύτερο χρόνο από την πλήρη αντικατάστασή της.
Έλλειψη μασητικής μορφολογίας, εκτεταμένη αποτριβή ή απώλεια συγκλεισιακών επαφών
Η ελλείπουσα μασητική μορφολογία μιας έμφραξης κατά την αρχική τοποθέτησή της ή με την αποτριβή της συχνά και με απώλεια συγκλεισιακών επαφών μπορεί να επιδιορθωθεί χωρίς την ανάγκη αντικατάστασής της. Προϋποθέσεις μιας τέτοιας επιδιόρθωσης είναι η έμφραξη να διαθέτει επαρκές βάθος για τη σωστή απόδοση της μορφολογίας των αυλάκων, οπών και σχισμών, η δυνατότητα προσθήκης υλικού για τη δημιουργία φυμάτων (λειτουργικών ή μη) και η καλή κατάσταση της υπόλοιπης έμφραξης.
Έλλειψη σημείων επαφής με τα γειτονικά
Η έλλειψη σημείου επαφής με τα γειτονικά δόντια είναι συχνά ένα πρόβλημα που αφορά την αρχική τοποθέτηση της έμφραξης εξ αιτίας της αδυναμίας των σύνθετων ρητινών και των τεχνικών να δώσουν ένα σωστό σημείο επαφής. Δυστυχώς, η έλλειψη σημείου επαφής είναι από τα προβλήματα που δύσκολα διορθώνονται χωρίς την ανάγκη αφαίρεσης και αντικατάστασης όλης της έμφραξης. Προϋποθέσεις επιδιόρθωσης αντί της αντικατάστασης είναι: α) η δυνατότητα απόδοσης σωστού σημείου επαφής, β) η απόδοση ικανοποιητικού δεσμού του νέου υλικού με το παλαιό προκειμένου να εξισορροπιστούν οι συγκλεισιακές δυνάμεις που εντοπίζονται στις όμορες περιοχές των οπισθίων δοντιών, γ) αν χρειαστεί αφαίρεση μέρους της έμφραξης για τη δημιουργία ισχυρής επέκτασης, δεν θα πρέπει να θυσιάζεται η παραμένουσα έμφραξη.
Εμφανής περίσσεια υλικού από τα όρια της κοιλότητας ή είσοδος υλικού στους περιοδοντικούς ιστούς
Η περίσσεια υλικού πέραν των ορίων της κοιλότητας και η είσοδός του στους περιοδοντικούς ιστούς (όμορες ή παρειακές περιοχές σε ΙΙης, ΙΙΙης και Vης ομάδας κοιλότητες) απαιτεί φυσικά την άμεση αφαίρεσή τους. Το πρόβλημα σχετίζεται και αναγνωρίζεται έγκαιρα σε νεοτοποθετούμενες εμφράξεις, είναι όμως πολύ πιθανόν να έχουν διαφύγει της προσοχής του κλινικού και να αναγνωριστούν αρκετά αργότερα. Η απόφαση για την πλήρη αντικατάσταση της έμφραξης ή της επιδιόρθωσής της θα βασιστεί κυρίως, α) στη δυνατότητα πλήρους αφαίρεσης των περισσειών χωρίς να θιγούν περαιτέρω οι περιοδοντικοί ιστοί και β) τη δυνατότητα ελέγχου των περιοχών της αποκατάστασης για την ποιότητα της παραμένουσας διορθωμένης έμφραξης.
Εμπλοκή της έμφραξης με τερηδόνα (πρωτογενή ή δευτερογενή)
Συχνά η ανάπτυξη τερηδόνας δίπλα σε εμφράξεις (είτε πρωτογενώς είτε δευτερογενώς), απαιτεί την αφαίρεσή της τερηδόνας και έμφραξη της κοιλότητας, αλλά όχι κατ’ανάγκη την πλήρη αφαίρεση της παλαιάς έμφραξης. Απαραίτητες προϋποθέσεις για την επιδιόρθωση της έμφραξης είναι, α) η τερηδόνα δεν είναι η προς τα έξω επέκταση υπολειμματικής τερηδόνας στην κοιλότητα της έμφραξης, β) προέρχεται από την ανάπτυξη τερηδόνας στη γειτονική αδαμαντίνη και εμπλέκει μικρό μόνο μέρος των ορίων της έμφραξης, γ) δεν εκτείνεται σε βάθος μέχρι την οδοντίνη, και δ) η τερηδόνα είναι προσπελάσιμη στην αποκατάστασή της χωρίς την αφαίρεση όλης της παλαιάς έμφραξης.
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΗΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΣΥΝΘΕΤΩΝ ΡΗΤΙΝΩΝ
Οι τεχνικές επιδιόρθωσης σχετίζονται, α) με την επιδιόρθωση/απόφραξη των ορίων μιας παλαιάς έμφραξης, β) την απλή επαναδιαμόρφωση/επαναλείανση της επιφάνειας παλαιών εμφράξεων και γ) την επιδιόρθωση της επιφάνειας με την τοποθέτηση νέας σύνθετης ρητίνης πάνω στην παλαιά.
Επιδιόρθωση/Απόφραξη των ορίων
Προετοιμασία δοντιού και παλαιάς σύνθετης ρητίνης. Στις περιπτώσεις αυτές η βλάβη έχει περιορισμένη έκταση και η προσπέλασή της είναι ορατή και εύκολη σε όλο της το εύρος (Εικ. 4.Α). Συνήθως, η προετοιμασία των δύο επιφανειών γίνεται με λεπτόκοκκο διαμάντι στρογγυλού άκρου (FG Diamond round medium FG 5 ISO 314 001 534 016) και με καταιονισμό νερού σε βάθος που και οι δύο επιφάνειες είναι ελεύθερες από τερηδόνα ή μικροκατάγματα και η τελική τους κατάσταση εγγυάται τη μείωση του κινδύνου αποκόλλησης ή κατάγματος του δοντιού ή της εναπομένουσας έμφραξης (Εικ.4.Β). Το βάθος αυτό δεν πρέπει να ξεπερνά τα 1,5mm. Σε περίπτωση που η βλάβη επεκτείνεται σε μεγαλύτερο βάθος και εύρος, συστήνεται η διάνοιξη του ορίου να γίνεται με μεγαλύτερο διαμάντι και υπό γωνία 45o σε σχέση με το παλαιό υλικό.
4Α
4Β
4Γ
Εικόνα 4. Α. Κάταγμα αποκατάστασης σύνθετης ρητίνης στο δόντι #16. Β. Καθαρισμός της τερηδόνας και της επιφάνειας της παλαιάς ρητίνης. Γ. Επιδιόρθωση της αποκατάστασης με λεπτόρρευστη ρητίνη.
Καθαρισμός επιφανειών προς συγκόλληση. Ο καθαρισμός των επιφανειών γίνεται με βουρτσάκι στίλβωσης χωρίς πάστα προκειμένου να αποφευχθεί η κατακράτηση κόκκων της πάστας εντός των μικροσχισμών/μικροπόρων. Απαιτείται ικανοποιητικό ξέπλυμα με σπρέι νερού/αέρα.
Απομόνωση χειρουργικού πεδίου. Για την απομόνωση του χειρουργικού πεδίου συστήνεται η εφαρμογή ελαστικού απομονωτήρα ή άλλων τρόπων που διατηρούν το πεδίο στεγνό και ελεγχόμενο για ικανοποιητικό χρόνο εργασίας.
Στάδιο αδροποίησης. Το αδροποιητικό οξύ (35% ορθοφωσφορικό οξύ) παραμένει για 3-5 sec στο παλιό υλικό και 30 sec στα αδαμαντινικά όρια.
Ξέπλυμα και στέγνωμα. Γίνεται διεξοδικό ξέπλυμα και στέγνωμα του αδροποιητικού οξέος με σπρέι αέρα/νερού και πίεση στην αεροσύριγγα για τουλάχιστον 10 sec.
Τοποθέτηση συγκολλητικού παράγοντα. Eπιλέγεται συγκολλητικός παράγοντας 4ης ή 5ης γενιάς (Optibond FL – Kerr, Scotchbond – 3M, Prime&Bond NT – Dentsply, κλπ.)
Τοποθέτηση πολυμερούς υλικού. Το πολυμερές υλικό μπορεί να είναι στοιβάξιμη σύνθετη ρητίνη, λεπτόρρευστη ρητίνη ή αποφρακτικό υλικό οπών και σχισμών (Εικ.4.Γ). Στοιβάξιμη σύνθετη ρητίνη τοποθετείται όταν το βάθρο είναι μεγαλύτερο των 2mm σε βάθος και πλάτος. Αντίθετα, η απόφραξη των ορίων με λεπτόρρευστη ρητίνη γίνεται σε βάθρο 1-2mm βάθους και πλάτους, μέσω του ειδικού ρύγχους που βοηθά στην προώθηση του υλικού εντός των μικροσχισμών. Αν η προετοιμασία έχει γίνει υπό γωνία ως προς το παλαιό υλικό, συνίσταται η τοποθέτηση εν τω βάθει λεπτόρρευστης ρητίνης η οποία καλύπτεται στη συνέχεια από ένα τελικό στρώμα νανόκοκκης ή νανοϋβριδικής ρητίνης. Αντίστοιχα, η τοποθέτηση αποφρακτικού υλικού οπών και σχισμών γίνεται αν το βάθρο είναι μικρότερο του 1mm. Σημειώνεται ότι η τοποθέτηση ενός υλικού τύπου αποφρακτικού οπών και σχισμών δεν απαιτεί την τοποθέτηση συγκολλητικού παράγοντα σαν ενδιάμεσο στάδιο. Η προώθηση του υλικού στο βάθρο που έχει σχηματιστεί κατά το στάδιο της προετοιμασίας, γίνεται με ελαφριά πίεση του εμβόλου της σύριγγας και την τοποθέτηση του ρύγχους εξώθησης υλικού στον πυθμένα του βάθρου αυτού. Το ακρορρύγχιο πρέπει να παραμένει διαρκώς μέσα στη μάζα του υλικού, μέχρι το σημείο υπερπλήρωσης του βάθρου.
Φωτοπολυμερισμός πολυμερούς υλικού επιδιόρθωσης. Η ένταση της συσκευής φωτοπολυμερισμού πρέπει να είναι ικανοποιητική και να περιλαμβάνει τα 470nm στις συσκευές αλογόνου. Ο χρόνος φωτοπολυμερισμού συστήνεται να είναι 40sec για τις συσκευές αυτές. Οι συσκευές φωτοπολυμερισμού τύπου LED πρέπει να έχουν τάση εκπομπής τουλάχιστον στα 550-600nm και το στάδιο φωτοπολυμερισμού πρέπει να διαρκεί 15-20sec. Οι χρόνοι αυτοί ενδέχεται να τροποποιηθούν με βάση τις οδηγίες χρήσης του κατασκευαστή τόσο των υλικών όσο και των συσκευών.
Επαναδιαμόρφωση/επαναλείανση παλαιών αποκαταστάσεων ΣΡ
Αν παρατηρούνται μεγάλες περίσσιες υλικού στις επιφάνειες αυτές αφαιρούνται αρχικά με αδρόκοκκους δίσκους λείανσης ή εγγλυφίδες τουγκστενίου ή λεπτόκοκκα διαμάντια (π.χ. 8392-016-Βrasseler). Στη συνέχεια ακολουθούν οι λεπτόκοκκοι και υπερλεπτόκοκκοι δίσκοι (Morgan 2004). Προτείνεται η χρήση εξειδικευμένου για σύνθετες ρητίνες συστήματος λείανσης (π.χ. Top Finishing System, Cosmedent, USA). Στη συνέχεια, ακολουθεί οπωσδήποτε το στάδιο της λείανσης με ειδική για σύνθετες ρητίνες πάστα στίλβωσης, η σύσταση της οποίας βασίζεται κυρίως σε εξαιρετικά λεπτά διασκορπισμένα σωματίδια οξειδίου του αργιλίου ή αδαμαντοκονία (π.χ. Diamond Polish Mint-Ultradent, Enamel Plus shiny-Micerium, Εnamelize Polishing Paste, Cosmedent, USA). Οι πάστες στίλβωσης που περιέχουν κόκκους οξειδίου του αργιλίου συνήθως περιέχουν γλυκερίνη, με μια μέση κατανομή μεγέθους σωματιδίων ≤1μm. Ενώ οι πάστες που περιέχουν αδαμαντοκονία αναδεύονται σε ένα υλικό που βασίζεται στην γλυκερίνη, αλλά με κατανομή σωματιδίων μεγαλύτερων διστάσεων (από 10μm έως και λιγότερο από 1mm). Στην πραγματικότητα, οι πάστες στίλβωσης μπορούν να δράσουν πιο επιθετικά, πριν από την στίλβωση και μετά τη λείανση όταν εφαρμόζονται σε ξηρό περιβάλλον (χωρίς δηλαδή καταιονισμό νερού κατά τον εκτροχισμό). Με την προσθήκη νερού στη διαδικασία αποδίδεται καλύτερα ο στιλβωτικός χαρακτήρας τους, διευκολύνοντας τη λειαντική δράση σε επίπεδα νανομέτρων επί της κατεργασμένης επιφάνειας. Η δράση αυτή παράγει μεγαλύτερη κατοπτρική ανακλαστικότητα, η οποία προσομοιάζει την επιφάνεια της αδαμαντίνης[71].
Η λείανση των όμορων επιφανειών γίνεται με ταινίες λείανσης οξειδίου του αλουμινίου (π.χ. FlexiStrips, Cosmedent, USA). Αυτό τονίζεται ιδιαίτερα και στην έρευνα των Alqarni και συν.,[72] στην οποία αναφέρεται πως οι οδοντίατροι που συμπεριλήφθηκαν στην έρευνα αναγνώριζαν τους λόγους για τους οποίους είναι απαραίτητη μια σωστή λείανση και στίλβωση. Προσοχή απαιτείται κατά τη λείανση με ταινίες των όμορων επιφανειών να μην προκληθεί διάνοιξη του σημείου επαφής με συνέπεια την ενσφήνωση τροφών και τη ραγδαία επιδείνωση της κατάστασης της αποκατάστασης.
Επιδιόρθωση αποκατάστασης σύνθετης ρητίνης με σύνθετη ρητίνη
Για αυτού του τύπου τις επιδιορθώσεις απαιτούνται για τη συγκόλληση συγκολλητικοί παράγοντες 4ης ή 5ης γενιάς ή ειδική μη ενισχυμένη ρητίνη που διατίθεται σε ξεχωριστό μπουκαλάκι (unfilled resin) και για την έμφραξη νανόκοκκη ή νανοϋβριδική ρητίνη τελευταίας γενιάς σε διάφορα ιξώδη ανάλογα με την έκταση της επιφάνειας της αποκατάστασης (Εικ. 5.Α-Η).
Μετά τον έλεγχο της συγκράτησης/συγκόλλησης του παλιού υλικού και την τελική μετά την αφαίρεση της πιθανής τερηδόνας διαμόρφωση της κοιλότητας ακολουθούν τα στάδια της προετοιμασίας της επιφάνειας παλαιάς ρητίνης, ο καθαρισμός επιφανειών και η απομόνωση όπως περιγράφονται ανωτέρω.
5Α
5Β
5Γ
5Δ
5Ε
5ΣΤ
5Ζ
5Η
Εικόνα 5. Αποκατάσταση σύνθετης ρητίνης στο δόντι #35. Επιδιόρθωση αισθητικής απόδοσης και ανατομίας της μασητικής επιφάνειας. Α. Αρχική κλινική εικόνα, Β. Επιλογή της κατάλληλης απόχρωσης σύνθετης ρητίνης, Γ. Τελική παρασκευή με αφαίρεση 1mm μασητικά και όμορα της παλιάς αποκατάστασης, Δ. Αμμοβολή στην επιφάνεια της παλιάς ρητίνης, Ε. Αδροποίηση στα αδαμαντινικά όρια και την υπάρχουσα επιφάνεια της ρητίνης, ΣΤ. Τοποθέτηση συγκολλητικού παράγοντα, Ζ. Φωτοπολυμερισμός του συγκολλητικού παράγοντα, Η. Τελική κλινική εικόνα της επιδιορθωμένης αποκατάστασης.
Βασικές τεχνικές οδηγίες
Σε αποκατάσταση που έχει λειανθεί και στιλβωθεί, η προσθήκη νέας ποσότητας σύνθετης ρητίνης δεν είναι αποτελεσματική. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι ρητίνες που έχουν επιμολυνθεί, λειανθεί ή παλαιωθεί δημιουργούν ασθενέστερο δεσμό με νέα προσθήκη υλικού κατά 25-80%[73]. Η επιφάνεια της παλαιάς ρητίνης πρέπει για το λόγο αυτό να «προετοιμαστεί». Η προετοιμασία αυτή μπορεί να γίνει με διαφορετικούς τρόπους ανάλογα με το είδος της παλαιάς ρητίνης που επιδιορθώνεται. Για προσθήκες σε μικροϋβριδικές ή νανοϋβριδικές ρητίνες (πάνω από 1 ημέρα τοποθέτησης) συστήνεται η αμμοβολή της περιοχής της παλαιάς σύνθετης ρητίνης ή προετοιμασία με λεπτόκοκκο διαμάντι στρογγυλής κεφαλής το οποίο αποδίδει από μόνο του ένα είδος λοξοτόμησης στα όρια της βλάβης. Η αμμοβόληση της περιοχής δημιουργεί μια ανώμαλη επιφάνεια επιτρέποντας και μικρομηχανική συγκράτηση του νέου υλικού και βελτιώνοντας έτσι τον δεσμό παλαιού και νέου υλικού σε στατιστικά σημαντικό βαθμό[73]. Οι δυο αυτοί τρόποι έχουν συγκρίσιμα αποτελέσματα[74]. Η αμμοβολή είναι εύκολη και αποτελεσματική στη χρήση της αναφορικά με την επιδιόρθωση ρητινών αφού δημιουργεί μικρομηχανική συγκράτηση στην προθήκη οποιοδήποτε νέου υλικού. Το μειονέκτημά της αναφέρεται ότι είναι η δημιουργία αεροζόλ μολυσμένου με κόκκους οξειδίου του αργιλίου[75]. Για προσθήκες σε μικρόκοκκες ρητίνες δεν συστήνεται αμμοβολή. Τα υπόλοιπα στάδια είναι τα ίδια όπως περιγράφονται ανωτέρω.
ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Υπό το πρίσμα της Oδοντιατρικής Eλάχιστης Παρέμβασης το ερώτημα «επιδιόρθωση ή αντικατάσταση των σύγχρονων αποκαταστάσων;” πρέπει να προβληματίζει τον εκάστοτε κλινικό καθώς οποιαδήποτε οδοντιατρική παρέμβαση και αν επιλεχθεί δεν αποτελεί λύση με απεριόριστη μακροβιότητα. Αν και παρουσιάζονται κλινικές μελέτες στην βιβλιογραφία, οι οποίες συγκρίνουν την μακροβιότητα επιδιορθωμένων αποκαταστάσεων σε σχέση με άλλες που έχουν αντικατασταθεί, τα αποτελέσματα τους μάλλον δεν κρίνονται τόσο ισχυρά. Απαιτείται η δημιουργία μελετών με τυχαιοποίηση δείγματος και μεθοδολογία που τηρεί τις διεθνείς προδιαγραφές κλινικών μελετών, προκειμένου να προκύψουν σαφή συμπεράσματα. Έχει αναφερθεί ωστόσο ότι οι επιδιορθωμένες αποκαταστάσεις σύνθετης ρητίνης παρουσιάζουν περίπου την ίδια μακροβιότητα με αυτές που έχουν πλήρως αντικατασταθεί[8],[15],[68],[76]. Κάποιες από τις μελέτες που έχουν ασχοληθεί με το θέμα έχουν καταγράψει ποσοστά ικανοποιητικής κλινικής επιβίωσης για περίοδο μέχρι και 7 έτη[15],[76]. Για τις επιδιορθωμένες αποκαταστάσεις ρητινών το ποσοστό κλινικής αποτυχίας επί 7ετία, ήταν 5,7%.[77] Ωστόσο στη μελέτη αυτή η μακροβιότητα μελετήθηκε επί της επιδιορθωμένης αποκατάστασης συνολικά και όχι μόνο επί του τμήματος της επιδιόρθωσης. Αυτό ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι το παλιό συγκρατηθέν τμήμα της αποκατάστασης έχει περάσει το τεστ συγκράτησης και αντοχής μειώνοντας την εισαγωγή νέων στοιχείων που μπορεί να θέσουν υπό αμφισβήτηση όλη την αποκατάσταση5. Κατά την αξιολόγηση των παραγόντων δημιουργίας τάσεων σε μία αποκατάσταση που πρόκειται να αντικατασταθεί περιλαμβάνονται τάσεις στους εναπομένοντες οδοντικούς ιστούς, μετεμφρακτική ευαισθησία, νέα αποκάλυψη/διάνοιξη των οδοντινοσωληναρίων που μπορεί να οδηγήσει σε πιθανές πολφικές αντιδράσεις λόγω θερμικών ή μηχανικών αιτιών[78],[79], καταστροφή των διπλανών δοντιών και πιθανότητα τοποθέτησης πιο πολύπλοκων και εκτεταμένων αποκαταστάσεων. Αντί της αντιμετώπισης όλων αυτών, είναι λοιπόν λογικό εναλλακτικά να καταφύγει ο κλινικός στη λύση της επιδιόρθωσης ως μία κίνηση ελάχιστης οδοντιατρικής παρέμβασης. Συνοπτικά, προκύπτει ότι τα ελαττώματα των ορίων, χωρίς ορατή αποκάλυψη οδοντίνης στα τοιχώματα πρέπει να καταγράφονται να παρακολουθούνται, να επιδιορθώνονται και να αποφράσσονται αντί να προτιμάται η πλήρης αντικατάσταση της αποκατάστασης. Με την έννοια αυτή, στη σύγχρονη οδοντιατρική πρακτική, η επιδιόρθωση μπορεί να αποτελέσει τον αντίποδα της «υπερθεραπείας» και συστήνεται η σε πρώτο στάδιο εφαρμογή της όπου η διάγνωση και οι σχετικές ενδείξεις είναι παρούσες.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Για την τεχνική της επιδιόρθωσης αποκατάστασης σύνθετης ρητίνης με ρητίνη φαίνεται ότι ισχύoυν τα ακόλουθα συμπεράσματα:
BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
[1]Magne P. Composite resins and bonded porcelain: the postamalgam era? J Calif Dent Assoc 2006; 34(2):135-47.
[2]Van Nieuwenhuysen JP, D’Hoore W, Carvalho J, Qvist V. Long-term evaluation of extensive restorations in permanent teeth. J Dent 2003;31(6):395-405.
[3]Tyas MJ. Placement and replacement of restorations by selected practitioners. Aust Dent J 2005;50(2):81-9.
[4]Bernardo M, Luis H, Martin MD, Leroux BG, Rue T, Leitão J, DeRouen TA. Survival and reasons for failure of amalgam versus composite posterior restorations placed in a randomized clinical trial. J Am Dent Assoc 2007;138(6):775-83.
[5]Ηickel R, Brushaver K, Ilie N. Repair of restorations – Criteria for decision making and clinical recommendations. Dent Mat 2013; 29(1):28-50.
[6]Blum IR, Jagger DC, Wilson NH. Defective dental restorations: to repair or not to repair? Part 1: direct composite restorations. Dent Update 2011;38(2):78-80, 82-4.
[7]Ericson D. What is minimally invasive dentistry? Oral Health Prev Dent 2004;2(Suppl 1):287-92.
[8]Moncada G, Martin J, Fernandez E, Hempel MC, Mjör I, Gordan VV. Sealing, repair and refurbishment of class I and class II defective restorations: a three-year clinical trial. J Am Dent Assoc 2009;140(4):425–432.
[9]Sharif MO, Catleugh M, Merry A, Tickle M, Dunne SM, Brunton P, et al. Replacement versus repair of defective restorations in adults: resin composite. Cochrane database of systematic reviews 01/2010; DOI: 10.1002/14651858.CD005971.pub2
[10]Ηickel R, Brushaver K, Ilie N. Repair of restorations – Criteria for decision making and clinical recommendations. Dent Mat 2013;29(1):28-50.
[11]Moncada G, Fernandez E, Martin J, Arancibia C, Mjor IA, Gordan VV. Increasing the longevity of restorations by minimal intervention: a two-year clinical trial. Oper Dent 2008;33:258–264.
[12]Moncada GC, Martin J, Fernandez E, Vildosola PG, Caamano C, Caro MJ, et al. Alternative treatments for resin-based composite and amalgam restorations with marginal defects: a 12-month clinical trial. Gen Dent 2006; 54: 314–318.
[13]Fernandez EM, Martin JA, Angel PA, Mjor IA, Gordan VV, Moncada GA. Survival rate of sealed, refurbished and repaired defective restorations: 4-year follow-up. Braz Dent J 2011;22:134–139.
[14]Gordan VV, Riley IJL, Blaser PK, Mjor IA. 2-Year clinical evaluation of alternative treatments to replacement of defective amalgam restorations. Oper Dent 2006;31:418–425.
[15]Gordan VV, Garvan CW, Blaser PK, Mondragon E, Mjör IA. A longterm evaluation of alternative treatments to replacement of resin-based composite restorations: results of a seven-year study. J Am Dent Assoc 2009;140(4):1476–1484.
[16]Ozcan M, Barbosa SH, Melo RM, Galhano GA, Bottino MA. Effect of surface conditioning methods on the microtensile bond strength of resin composite to composite after aging conditions. Dent Mat 2007;23:1276–1282.
[17]Papacchini F, Magni E, Radovic I, Mazzitelli C, Monticellia F, Goracci C, et al. Effect of intermediate agents and pre-heating of repairing resin on composite-repair bonds. Oper Dent 2007;32:363–371.
[18]Rathke A, Tymina Y, Haller B. Effect of different surface treatments on the composite-composite repair bond strength. Clin Oral Investig 2009;13:317–323.
[19]vanovas S, Hickel R, Ilie N. How to repair fillings made by silorane-based composites. Clin Oral Investig 2011;15:915–922.
[20] Baur V, Ilie N. Repair of dental resin-based composites. Clin Oral Investig 2012; Clin Oral Investig 2013;17(2):601-8. doi: 10.1007/s00784-012-0722-4. Epub 2012 Apr 11.
[21]Brendeke J, Ozcan M. Effect of physicochemical aging conditions on the composite-composite repair bond strength. J Adhes Dent 2007;9:399–406.
[22]Rodrigues SA, Ferracane JL, Della Bona A. Influence of surface treatments on the bond strength of repaired resin composite restorative materials. Dent Mat 2009;25:442–451.
[23]Maneenut C, Sakoolnamarka R, Tyas MJ. The repair potential of resin composite materials. Dent Mat 2011;27:e20–e27.
[24]Rinastiti M, Ozcan M, Siswomihardjo W, Busscher HJ. Effects of surface conditioning on repair bond strengths of non-aged and aged microhybrid, nanohybrid, and nanofilled composite resins. Clin Oral Investig 2011;15:625–633.
[25]Frankenberger R, Kramer N, Ebert J, Lohbauer U, Kappel S, ten Weges S, et al. Fatigue behavior of the resin–resin bond of partially replaced resin-based composite restorations. American Journal of Dentistry. 2003;16:17–22.
[26]Frankenberger R, Roth S, Kramer N, Pelka M, Petschelt A. Effect of preparation mode on Class II resin composite repair. J Oral Rehabil 2003;30:559–564.
[27]Teixeira EC, Bayne SC, Thompson JY, Ritter AV, Swift EJ. Shear bond strength of self-etching bonding systems in combination with various composites used for repairing aged composites. J Adhes Dent 2005;7:159–164.
[28]Rinastiti M, Ozcan M, Siswomihardjo W, Busscher HJ, van der Mei HC. Effect of biofilm on the repair bond strengths of composites. JDent Res 2010;89:1476–1481.
[29]Soderholm KJ, Roberts MJ. Variables influencing the repair strength of dental composites. Scand J Dent Res 1991;99:173–180.
[30]Turner CW, Meiers JC. Repair of an aged, contaminated indirect composite resin with a direct, visible-light-cured composite resin. Oper Dent 1993;18:187–194.
[31]Bouschlicher MR, Reinhardt JW, Vargas MA. Surface treatment techniques for resin composite repair. Am J Dent 1997;10:279–283.
[32]Shahdad SA, Kennedy JG. Bond strength of repaired anterior composite resins: an in vitro study. J Dent 1998;26:685–694.
[33]Lucena-Martin C, Gonzalez-Lopez S, Navajas-Rodriguez de Mondelo JM. The effect of various surface treatments and bonding agents on the repaired strength of heat-treated composites. J Prosthet Dent 2001;86:481–488.
[34]Tezvergil A, Lassila LV, Vallittu PK. Composite-composite repair bond strength: effect of different adhesion primers. J Dent 2003;31:521–525.
[35]Bonstein T, Garlapo D, Donarummo J, Bush PJ. Evaluation of varied repair protocols applied to aged composite resin. J Adhes Dent 2005;7:41–49.
[36]Hannig C, Laubach S, Hahn P, Attin T. Shear bond strength of repaired adhesive filling materials using different repair procedures. J Adhes Dent 2006;8:35–40.
[37]Padipatvuthikul P, Mair LH. Bonding of composite to water aged composite with surface treatments. Dent Mat 2007;23:519–525.
[38]Fawzy AS, El-Askary FS, Amer MA. Effect of surface treatments on the tensile bond strength of repaired water-aged anterior restorative micro-fine hybrid resin. J Dent 2008;36(12):969-76. doi: 10.1016/j.jdent.2008.07.014. Epub 2008 Oct 7
[39]Rinastiti M, Ozcan M, Siswomihardjo W, Busscher HJ. Immediate repair bond strengths of microhybrid, nanohybrid and nanofilled composites after different surface treatments. J Dent 2010;38:29–38.
[40]Staxrud F, Dahl JE. Role of bonding agents in the repair of composite resin restorations. Eur J Oral Sci 2011;119:316–322.
[41]Wiegand A, Stawarczyk B, Buchalla W, Taubock TT, Ozcan M, Attin T. Repair of silorane composite – using the same substrate or a methacrylate-based composite? Dent Mat 2012;28:e19–e25.
[42]Boyer DB, Chan KC, Torney DL. The strength of multilayer and repaired composite resin. J Prosthet Dent 1978;39:63–67.
[43]Lloyd CH, Baigrie DA, Jeffrey IW. The tensile strength of composite repairs. J Dent 1980;8:171–177.
[44]Mitsaki-Matsou H, Karanika-Kouma A, Papadoyiannis Y, Theodoridou-Pahine S. An in vitro study of the tensile strength of composite resins repaired with the same or another composite resin. Quintessence Inter 1991;22:475–481.
[45]Chan KC, Boyer DB. Repair of conventional and microfilled composite resins. J Prosthet Dent 1983;50:345–350.
[46]Cavalcanti AN, De Lima AF, Peris AR, Mitsui FH, Marchi GM. Effect of surface treatments and bonding agents on the bond strength of repaired composites. J Esthet Res Dent 2007;19:90–98.
[47]Ozcan M, Alander P, Vallittu PK, Huysmans MC, Kalk W. Effect of three surface conditioning methods to improve bond strength of particulate filler resin composites. J Mat Sci Mat Med 2005;16:21–27.
[48]Passos SP, Ozcan M, Vanderlei AD, Leite FP, Kimpara ET, Bottino MA. Bond strength durability of direct and indirect composite systems following surface conditioning for repair. J Adhes Dent 2007;9:443–447.
[49]Loomans BA, Cardoso MV, Roeters FJ, Opdam NJ, De Munck J, Huysmans MC, et al. Is there one optimal repair technique for all composites?. Dent Mat 2011;27:701–709.
[50]Luhrs AK, Gormann B, Jacker-Guhr S, Geurtsen W. Repairability of dental siloranes in vitro. Dent Mater 2011;27:144–149.
[51]Lloyd CH, Dhuru VB. Effect of a commercial bonding agent upon the fracture toughness (KIC) of repaired heavily filled composite. Dent Mat 1985;1:83–85.
[52]Boyer DB, Chan KC, Reinhardt JW. Build-up and repair of light-cured composites: bond strength. J Dent Res 1984;63:1241–1244.
[53]Azarbal P, Boyer DB, Chan KC. The effect of bonding agents on the interfacial bond strength of repaired composites. Dent Mat 1986;2:153–155.
[54]Swift EJ, LeValley BD, Boyer DB. Evaluation of new methods for composite repair. Dent Mat 1992;8:362–365.
[55]Swift EJ, Cloe BC, Boyer DB. Effect of a silane coupling agent on composite repair strengths. Am J Dent 1994;7:200–202.
[56]Meeker HG, Hirsch SM, Kaim JM. Repairing voids at cavosurface-composite resin margins. J Prosthet Dent 1983;50:636–638.
[57]Carlson TJ, Naguib EA, Cochran MA, Lund MR. Comparison of glass-ionomer cements used to repair cast restorations. Oper Dent 1990; 15:162–166.
[58]Saunders WP, Strang R, Ahmad I. In vitro assessment of the microleakage around preventive resin (laminate) restorations. ASDC J Dent Children 1990;57:433–436.
[59]Yesilyurt C, Kusgoz A, Bayram M, Ulker M. Initial repair bond strength of a nano-filled hybrid resin: effect of surface treatments and bonding agents. J Esthetic Rest Dent 2009;21:251–260.
[60]Hisamatsu N, Atsuta M, Matsumura H. Effect of silane primers and unfilled resin bonding agents on repair bond strength of a prosthodontic microfilled composite. J Oral Rehabil 2002;29:644–648.
[61]Yaman BC, Efes BG, Dorter C, Gomec Y, Erdilek D, Yazicioglu O. Microleakage of repaired class V silorane and nano-hybrid composite restorations after preparation with erbium: yttrium-aluminum-garnet laser and diamond bur. Lasers Med Sci 2011;26:163–170.
[62]Trajtenberg CP, Powers JM. Effect of hydrofluoric acid on repair bond strength of a laboratory composite. Am J Dent 2004;17:173–176.
[63]Lima AF, Ferreira SF, Catelan A, Palialol AR , Gonçalves LS, Aguiar FH, Marchi GM. The effect of surface treatment and bonding procedures on the bond strength of silorane composite repairs. Acta Odontol Scand 2014 ;72(1):71-5.
[64]Papacchini F, Radovic I, Magni E, Goracci C, Monticelli F, Chieffi N, et al. Flowable composites as intermediate agents without adhesive application in resin composite repair. Am J Dent 2008; 21:53–58.
[65]Magni E, Ferrari M, Papacchini F, Hickel R, Ilie N. Influence of ozone application on the repair strength of silorane-based and ormocer-based composites. Am J Dent 2010;23:260–264.
[66]Hamano N, Chiang YC, Nyamaa I, Yamaguchi H, Ino S, Hickel R, et al. Repair of silorane-based dental composites: influence of surface treatments. Dent Mater 2012;28:894–902.
[67]Spyrou M, Koliniotou-Koumpia E, Kouros P, Koulaouzidou E, Dionysopoulos P. The reparability of contemporary composite resins. Eur J Dent 2014;8:353-9.
[68]Gordan VV, Riley JL III, Garvan CW, Mondragon E, Blaser PK, Mjör IA. 7-Year results of alternative treatments to defective amalgam restorations. J Am Dent Assoc 2011;142(7):842–849.
[69]Restorative material and other tooth-specific variables associated with the decision to repair or replace defective restorations: findings from the Dental PBRN. J Dent 2012;40:397–405.
[70]Aντωνιάδου Μ, Πετράκη Β, Νεοφύτου Σ, Λαγουβάρδος Π. Παιδοδοντία 2012;27(2):37-54.
[71]Freedman G. Contemporary Esthetic Dentistry. Elsevier Publications, 2012.
[72]Alqarni MA, Togoo RA, Al Shahrani I, Phani CR. Finishing and polishing procedures of composite restorations by Saudi dentists: a cross-sectional study. J Contemp Dent Pract 2013; 14(4):657-661.
[73]D’Arcangelo C1, Vanini L. Effect of three surface treatments on the adhesive properties of indirect composite restorations. J Adhes Dent 2007;9(3):319-26.
[74]Dall’Oca S, Federica Papacchini, Ivana Radovic, Antonella Polimeni Marco Ferrari. Repair potential of a laboratory-processed nano-hybrid resin composite. J Oral Sci 2008;50(4): 403-412.
[75]Roeters, Joost J. A Simple Method to Protect Patient and Environment when Using Sandblasting for Intraoral Repair. J Adhesive Dent 2000;2(3):235.
[76]Gordan VV, Garvan CW, Richman JS, et al; The DPBRN collaborative group: how dentists diagnose and treat defective restorations: evidence from The Dental Practice-based Research Network. Oper Dent 2009;34(6):664–673.
[77]Opdam NJ, Bronkhorst EM, Loomans BA, Huysmans MC. Longevity of repaired restorations: a practice based study. J Dent 2012;40(10):829–835.
[78]Hirata K, Nakashima M, Sekine I, Mukouyama Y, Kimura K. Dentinal fluid movement associated with loading of restorations. J Dent Res 1991;70(6):975–978.
[79]Bissada NF. Symptomatology and clinical features of hypersensitive teeth. Arch Oral Biol 1994;39(Suppl):31S–32S.